- Πηλουσιώτης
- Πηλουσιώτηςinhabitant of P.masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 360 – 449; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Αν και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, αποσύρθηκε νωρίς σε μονή κοντά στο Πηλούσιο (απ’ όπου και η προσωνυμία… … Dictionary of Greek
Πηλουσιωτῶν — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλουσιῶται — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλουσιώταις — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλουσιώτην — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλουσιώτου — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλουσιώτῃ — Πηλουσιώτης inhabitant of P. masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek